χειλος

χειλος
    χεῖλος
    -εος τό
    1) губа
    

χείλεσι γελᾶν Hom. — улыбаться одними губами;

    ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύς Hom. и χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας Eur. — закусив губы;
    χείλεσιν ἀμφιλάλοις ἐπιβρέμειν Arph. — тараторить без умолку;
    ἀπὸ χειλέων τὰ ῥήματα φέρονταί τινι Plat. — слова идут у кого-л. из (одних) уст, т.е. не от души;
    ἐπ΄ ἄκρου τοῦ χείλους ἔχειν τι Luc. — знать что-л. на зубок;
    ἀπ΄ ἄκρου χείλους φιλοσοφεῖν Luc. — философствовать поверхностно, пустословить с видом философа;
    προσαρμόζειν τὰ χείλη Luc. — прикасаться губами;
    ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλεῖν τινι NT. — говорить с кем-л. по-другому

    2) pl. клюв
    

(πελειῶν Eur.; ἀλκυόνων Anth.)

    3) край
    

(κρατῆρος, ταλάρου Hom.; τάφρου Hom., Thuc., Polyb.; πίθου Hes., Polyb.)

    4) берег
    

(τοῦ ποταμοῦ, τῶν λιμνέων Her.; τῆς θαλάσσης NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "χειλος" в других словарях:

  • χεῖλος — lip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • χείλος — το ους 1. χείλι: Έχει σαρκώδη χείλη. 2. κάθε άκρο ανοίγματος που χαίνει: Έφτασε στο χείλος του γκρεμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειλός — ὁ, Α βλ. χιλός …   Dictionary of Greek

  • αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …   Dictionary of Greek

  • προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • χείλε' — χεί̱λεα , χεῖλος lip neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χεί̱λει , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (attic epic) χεί̱λεϊ , χεῖλος lip neut dat sg (epic ionic) χεί̱λει , χεῖλος lip neut dat sg χεί̱λεε , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • κεράσχειλος — κεράσχειλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεράσχειλοι, οἱ ἐπικαμπῆ ἔχοντες τὰ χείλη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + χειλος (< χεῑλος), πρβλ. λαγώ χειλος, ονό χειλος] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοπλουμόχειλος — κοκκινοπλουμόχειλος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία κόκκινα χείλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + * πλουμόχειλος (< πλουμί «στολίδι» + χειλος < χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, λεπτό χειλος] …   Dictionary of Greek

  • κωθωνόχειλος — κωθωνόχειλος, ον (Α) (για κύλικα) αυτός που έχει χείλη όμοια με εκείνα τού κώθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. κώθων + χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, παχύ χειλος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»